Είμαστε έρημοι σαν παιδιά που έχουν χαθεί στο δάσος. Όταν στέκεσαι μπροστά μου και με κοιτάς, πώς να γνωρίζεις για τις λύπες που ζουν εντός μου, και πώς εγώ για τις δικές σου λύπες; Κι ακόμα κι αν έπεφτα στα πόδια σου και σου τις διηγιόμουν, τι παραπάνω θα ήξερες για μένα απ’ ό,τι ξέρεις για την Κόλαση — για την οποία σου έχουν πει πως είναι αφόρητα ζεστή κι απαίσια;
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 3 Ιουνίου του 1924, έφυγε από τη ζωή ο Φραντς Κάφκα (Franz Kafka, 1883-1924).
* * *
Φραντς Κάφκα, τρία + ένα διηγήματα
Μετάφραση από τα γερμανικά: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου.
Τα τρία πρώτα διηγήματα αποτελούν προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Κίχλη».
Τα τρία πρώτα διηγήματα αποτελούν προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Κίχλη».
Ι. Χτες ήρθε και με βρήκε μια αδυναμία…
Χτες ήρθε και με βρήκε μια αδυναμία. Μένει στο διπλανό σπίτι, την έχω δει πολλές φορές τα βράδια να περνά σκυφτή τη χαμηλή είσοδο και να χάνεται. Μια κυρία μεγαλόσωμη, με μακρύ φόρεμα που ανεμίζει και καπέλο πλατύγυρο, στολισμένο με φτερά. Διάβηκε όλο φούρια το κατώφλι μου, σαν τον γιατρό που φοβάται πως έχει φτάσει πολύ αργά στον ετοιμοθάνατο. «Άντον», μου φώναξε με φωνή υπόκωφη κι ωστόσο καθαρή, «έρχομαι, να με». Σωριάστηκε στην καρέκλα που της πρόσφερα. «Ψηλά μένεις, ψηλά», είπε λαχανιασμένη. Χωμένος στην πολυθρόνα μου, ένευσα κι εγώ. Μπροστά στα μάτια μου χοροπηδούσαν τα σκαλιά που οδηγούν στο διαμέρισμά μου, το ένα μετά το άλλο, αναρίθμητα, αεικίνητα μικρά κυματάκια. «Προς τι τόση ψύχρα;» ρώτησε, έβγαλε τα μακριά, χοντρά και φθαρμένα γάντια της, τα πέταξε πάνω στο τραπέζι κι έμεινε να με κοιτάζει βλεφαρίζοντας, με το κεφάλι της γερμένο ελαφρά. Εγώ ένιωθα σαν σπουργίτι που δοκιμάζει να πηδήξει από σκαλί σε σκαλί, κι εκείνη να μαδάει τα απαλά, αφράτα γκρίζα πούπουλά μου. «Πραγματικά λυπάμαι που μ’ έχεις τόση ανάγκη. Πολλές φορές ατένισα με αληθινή θλίψη το μαραζωμένο πρόσωπό σου, όταν στέκεις κάτω στην αυλή και κοιτάς προς το παράθυρό μου. Κι αφού δεν έχω τίποτα εναντίον σου, κι εσύ ακόμα δεν έχεις κατακτήσει την καρδιά μου, τώρα είναι η ευκαιρία σου να την κερδίσεις».
ΙΙ. Επιθυμία να γίνεις ινδιάνος
Να ήσουν Ινδιάνος, πανέτοιμος, πάνω σε άλογο που καλπάζει, σκυφτός στον άνεμο, τρέμοντας ελάχιστα πάνω από το τρεμάμενο έδαφος, και μετά να άφηνες τα χαλινάρια, γιατί χαλινάρια δεν υπήρχαν εξ αρχής, και μετά να πέταγες τα χάμουρα, γιατί χάμουρα δεν υπήρχαν εξ αρχής, και μπροστά σου να έβλεπες τη γη ολόισια σαν λιβάδι θερισμένο, και ούτε λαιμό ούτε κεφάλι αλόγου πια.
ΙΙΙ. Το όρνεο
Ήταν ένα όρνεο και μου ράμφιζε τα πόδια. Τις μπότες και τις κάλτσες τις είχε ήδη ξεσκίσει, και τώρα πια μου τρυπούσε τα πόδια. Πρώτα χτυπούσε, έπειτα πετούσε μερικές φορές γύρω μου και μετά έπιανε ξανά δουλειά. Πλησίασε ένας κύριος, έμεινε να κοιτάζει για λιγάκι και μετά ρώτησε γιατί ανέχομαι το όρνεο. «Μα είμαι ανυπεράσπιστος», είπα εγώ, «ήρθε κι άρχισε να με ραμφίζει, κι εγώ βέβαια ήθελα να το διώξω, προσπάθησα μάλιστα και να το στραγγαλίσω, αλλά ένα τέτοιο ζώο έχει μεγάλη δύναμη, ήθελε κιόλας να μου ορμήσει στο πρόσωπο, οπότε κι εγώ προτίμησα να θυσιάσω τα πόδια. Τώρα μου τα έχει σχεδόν ξεσκίσει πια». «Μα να βασανίζεστε έτσι», είπε ο κύριος, «όταν με μια σφαίρα, πάει το όρνεο». «Αλήθεια;» ρώτησα εγώ. «Θα θέλατε να το φροντίσετε εσείς αυτό;» «Ευχαρίστως», είπε ο κύριος, «μια στιγμή μόνο να πάω από το σπίτι να φέρω το όπλο μου. Μπορείτε να περιμένετε άλλο ένα μισάωρο;» «Δεν το ξέρω αυτό», είπα κι απόμεινα για λίγο κοκαλωμένος από τον πόνο, έπειτα όμως είπα: «Όπως και να ’χει πάντως, κάντε μια προσπάθεια». «Καλώς», είπε ο κύριος, «θα κάνω όσο πιο γρήγορα γίνεται». Σ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας, το όρνεο παρακολουθούσε ήρεμα στρέφοντας το βλέμμα πότε σε μένα και πότε στον κύριο. Και τότε συνειδητοποίησα πως τα είχε καταλάβει όλα, και πέταξε στον αέρα, τράβηξε το κεφάλι προς τα πίσω για να πάρει αρκετή φόρα, κι έπειτα σαν ακοντιστής, διαπερνώντας το στόμα μου, κάρφωσε το ράμφος του μέσα μου βαθιά. Πέφτοντας πίσω, ένιωσα λυτρωμένος, καθώς μέσα στο αίμα μου, που μου πλημμύρισε τα σωθικά από άκρη σ’ άκρη, πνιγόταν πια το όρνεο, χωρίς σωσμό.
Ο επιβάτης
Στέκομαι στην αποβάθρα του τραμ και είμαι απόλυτα αβέβαιος όσον αφορά τη θέση μου σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτή την πόλη, στην οικογένειά μου. Ούτε κατά προσέγγιση δεν θα μπορούσα ποτέ να δηλώσω τι είναι θεμιτό να διεκδικώ προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Δεν μπορώ καν να υποστηρίξω το γεγονός ότι στέκομαι σ’ αυτή την αποβάθρα, ότι κρατιέμαι από αυτή τη χειρολαβή, ότι μεταφέρομαι από αυτό το όχημα, ότι οι άνθρωποι φεύγουν από την πορεία του τραμ ή συνεχίζουν να προχωρούν ή ότι χαζεύουν τις βιτρίνες. — Ουδείς, βέβαια, απαιτεί κάτι τέτοιο από μένα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία.
Ο Επιβάτης (Der Fahrgast) από τον Christoph Biene:
* * *
Ο καφκικός κύριος Κάφκα
—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
Αφού εγώ δεν είμαι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία.
Φραντς Κάφκα
Ο Φραντς Κάφκα έζησε 41 μόλις χρόνια, πέθανε από ασιτία —καθώς, στο τελικό στάδιο της φυματίωσης, δεν μπορούσε πια να καταπιεί το παραμικρό— ακριβώς όπως ο ήρωάς του Γκρέγκορ Σάμσα στη μοναδική νουβέλα που εξέδωσε εν ζωή, στη Μεταμόρφωση, και δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να διανοηθεί ότι 130 χρόνια μετά τη γέννησή του θα ήταν το τιμώμενο πρόσωπο της Google. Θα του ήταν επίσης μάλλον αδύνατον να φανταστεί ότι θα αποκτούσε ηγετική θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία του 20ού αιώνα, δεδομένου ότι, προτού πεθάνει, άφηνε στον επιστήθιο φίλο του Μαξ Μπροντ, αντί διαθήκης, την εξής επιστολή:
Αγαπημένε μου Μαξ,
η τελευταία μου παράκληση: Οτιδήποτε αφήνω πίσω μου (δηλαδή, στη βιβλιοθήκη, στα συρτάρια, στο γραφείο, είτε στο σπίτι είτε στη δουλειά μου είτε οπουδήποτε αλλού, οτιδήποτε σου τύχει να βρεις), σημειωματάρια, χειρόγραφα, γράμματα, δικά μου και τρίτων, προσχέδια κτλ., πρέπει να καούν χωρίς να διαβαστούν, μέχρι το τελευταίο φύλλο. Το ίδιο και όλα τα γραπτά μου, τα σημειώματά μου που έχεις τυχόν εσύ ή άλλοι και που θα τους παρακαλέσεις εξ ονόματός μου να σου τα δώσουν. Επιστολές που δεν θα σου παραδοθούν πρέπει τουλάχιστον να καούν από τους κατόχους τους.
Δικός σου,Φραντς Κάφκα
Ο Μαξ Μπροντ, ως γνωστόν, δεν πραγματοποίησε την τελευταία επιθυμία του φίλου του, και στη μακρά ζωή του (1884-1968) δημοσίευσε περισσότερα από 80 βιβλία του Κάφκα και για τον Κάφκα, η στενή σχέση του με τον οποίο ξεκίνησε στην πρώτη τους νεότητα, καθώς υπήρξαν συμφοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας. Η συζήτηση για την ηθική νομιμοποίηση της παραβίασης της ρητής συγγραφικής επιθυμίας ξεκίνησε ήδη από το 1925 όταν, έναν μόλις χρόνο μετά το θάνατο του Κάφκα, ο Μπροντ εξέδιδε τη Δίκη, έργο-σύμβολο του παραλογισμού της εφιαλτικής Εξουσίας που συνθλίβει (το 1962, ο Όρσον Ουέλς θα μετέφερε τη νουβέλα στον κινηματογράφο, με τον Άντονι Πέρκινς να ενσαρκώνει τον Γιόζεφ Κ., τον μοναχικό υπαλληλάκο που, αιφνιδίως, μπαίνει στο στόχαστρο για ένα έγκλημα που αγνοεί). Η τελευταία φράση του Γιόζεφ Κ. (το Κ. μοιραία ανακαλεί το όνομα του συγγραφέα· Κ., επίσης, λέγεται ο πρωταγωνιστής του Πύργου), όταν τον μαχαιρώνουν οι δήμιοί του, είναι: «Σαν το σκυλί!» — για να καταλήξει η αφηγηματική φωνή: «Λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά το θάνατό του».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μπροντ, την ντροπή αυτή ήθελε να αποφύγει ο Κάφκα ζητώντας να καεί το έργο του· εξάλλου, όπως ισχυρίζεται, ό,τι δημοσίευσε ο Κάφκα ενόσω ζούσε «σώθηκε από τα χέρια του» χάρη στην πειθώ του Μπροντ, χάρη στις δικές του επίμονες προσπάθειες. Σε κάθε περίπτωση, χωρίς τον Μπροντ η παγκόσμια κοινότητα θα είχε στερηθεί έναν συγγραφέα πρώτου μεγέθους και δεν θα είχε ποτέ διαβάσει αριστουργήματα όπως τον Πύργο (1926) και τηνΑμερική (1927). Παρ’ όλα αυτά, έχουν ανακύψει πολλά ερωτήματα ως προς το κατά πόσον η παρεμβατική εκ μέρους του επιμέλεια (μεταφορά κεφαλαίων, αλλαγή της στίξης κ.λπ.) αλλοίωσε το καφκικό έργο, επιτρέποντας να παρεισφρήσει σε αυτό ο συγγραφέας Μπροντ.
Οι περιπέτειες των χειρογράφων
Κι αν τα έργα του Κάφκα γλίτωσαν τα καφκικά σχέδια εξαφάνισής τους από τον ίδιο τον δημιουργό τους, το 2008 ο Τύπος διεθνώς έκανε λόγο για ένα «θρίλερ» στο οποίο πρωταγωνιστούσαν τα διάσημα χειρόγραφα. Την προηγούμενη χρονιά, σε ηλικία 101 ετών, είχε βρεθεί νεκρή στο διαμέρισμά της στο Τελ Αβίβ η Έστερ Χόφερ, η γραμματέας και παντρεμένη ερωμένη του Μαξ Μπροντ, ο οποίος το 1939, την παραμονή της εισόδου των ναζιστικών στρατευμάτων στην Πράγα, είχε διαφύγει στην Παλαιστίνη όπου και έκτοτε έζησε. Λίγο προτού πεθάνει, όρισε τη Χόφερ γενική κληρονόμο του και της κληροδότησε το προσωπικό του αρχείο του και το αρχείο του Κάφκα — ή, τέλος πάντων, ό,τι από το αρχείο του Κάφκα δεν είχε παραχωρήσει το 1961 στη Βιβλιοθήκη της Οξφόρδης, κατ’ εντολήν των κληρονόμων του, και συγκεκριμένα μιας ανιψιάς του, καθώς η εβραϊκή οικογένεια του Κάφκα είχε αποδεκατιστεί στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το 2007, λοιπόν, έγινε γνωστό το γεγονός ότι η άγνωστη έως τότε Έστερ Χόφε είχε στα χέρια της έναν λογοτεχνικό θησαυρό. Ένα γεγονός, που ήταν ωστόσο ήδη γνωστό στις ισραηλινές αρχές από το 1974, καθώς η Υπηρεσία Αρχείων του Ισραήλ είχε συλλάβει τη Χόφε στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν να επιχειρεί να βγάλει παράνομα από τη χώρα χειρόγραφα από το αρχείο του Κάφκα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ισραήλ, αρχειακό υλικό δεν μπορεί να βγει εκτός συνόρων αν πρώτα δεν έχει καταλογογραφηθεί και δεν έχει φωτοτυπηθεί. Παρ’ όλα αυτά, η κυρία Χόφε είχε καταφέρει, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, να φυγαδεύσει και να δημοπρατήσει έναντι του αστρονομικού ποσού των δύο εκατομμυρίων δολαρίων το χειρόγραφο της θρυλικής Δίκης το οποίο εντέλει περιήλθε στην κατοχή του γερμανικού Μουσείου Λογοτεχνίας (χειρόγραφο, το οποίο ο Μπροντ δεν είχε παραδώσει στην Οξφόρδη, με τον ισχυρισμό ότι επρόκειτο για προσωπικό δώρο του συγγραφέα), ενώ από το 1956 είχε φροντίσει να ασφαλίσει μέρος του αρχείου αυτού σε ελβετική τράπεζα. Ταυτόχρονα, αγνοούσε επιδεικτικά τα αιτήματα να παραχωρήσει το πολύτιμο υλικό στη Βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ και να επιτρέψει σε ειδικούς αρχειονόμους να φροντίσουν για τη συντήρησή του.
Το πολύπαθο καφκικό αρχείο περιήλθε έπειτα στις δύο ηλικιωμένες κόρες της Χόφε, στη Χάβα Χόφε και στη Ρουθ Βίσλερ, οι οποίες ισχυρίστηκαν πως η μητέρα τους κρατούσε κρυμμένο το αρχείο του Μπροντ για να μη δημοσιοποιηθεί η σχέση της μαζί του.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ έσπευσε τότε να καταθέσει αγωγή εναντίον τους. Συνήγοροι και πολιτική αγωγή επιδόθηκαν στον αγώνα να ερμηνεύσουν την πραγματική επιθυμία του Μπροντ ως προς την τύχη του αρχείου. Τον Οκτώβριο του 2009 το Ισραήλ ζητά από το Μουσείο Λογοτεχνίας της Γερμανίας να επιστρέψει το πρωτότυπο χειρόγραφο της Δίκης, εγκαλώντας το για τον τρόπο με τον οποίο το απέκτησε. Το 2010 ανοίγουν επιτέλους τέσσερις θυρίδες στη Ζυρίχη της Ελβετίας και γνωστοποιείται το περιεχόμενό τους, καθώς ισραηλινό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση των αδερφών Χόφε να κρατηθεί μυστικό. Η λογοτεχνική συλλογή περιλαμβάνει χειρόγραφα του «Wedding Preparations in the Country» και άλλων διηγημάτων, ημερολόγια και επιστολές του Κάφκα, καθώς και αδημοσίευτα ημερολόγια του Μπροντ.
Ύστερα από πολυετείς δικαστικούς αγώνες, στις 15/10/2012 εκδίδεται η απόφαση: το δικαστήριο αποφαίνεται ότι οι αδελφές δεν παρουσίασαν αξιόπιστα έγγραφα που να μπορούν να στοιχειοθετήσουν την εκ μέρους τους ιδιοκτήσια. Η Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ υποστηρίζει ότι ο Μπροντ ανέφερε στη διαθήκη του πως τα έγγραφα θα έπρεπε να περιέλθουν στο αρχείο της, κάτι που το δικαστήριο επικυρώνει.
Κάπως έτσι ολοκληρώνεται η περιπέτεια αυτή των χειράφων του σπουδαιότερου γερμανόφωνου μοντερνιστή πεζογράφου, την οποία ασφαλώς ο Τύπος διεθνώς χαρακτήρισε ως «καφκική»…
«Καφκικός, καφκική, καφκικό»
Ο Κάφκα είναι ο μοναδικός συγγραφέας του 20ού αιώνα το όνομα του οποίου έχει εισέλθει στη γλώσσα υπό το επίθετο «καφκικός» («Kafkaesque»), σε καθημερινή χρήση διεθνώς, ακόμη και από ανθρώπους που δεν έχουν ενδεχομένως διαβάσει ούτε μια αράδα του έργου του.
Ως προς την κατάχρηση του όρου «καφκικός», ο οποίος σήμερα, λόγω της παγκόσμιας κρίσης, επανέρχεται δριμύτατος, ο Frederick R. Karl, καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, και μελετητής του Κάφκα που έχει υπογράψει τη μονογραφίαFranz Kafka: Representative Man. Prague, Germans, Jews and the Crisis of Modernism (1991), βάζει τα πράγματα στη θέση τους: «Εάν τρέχετε για να προφτάσετε το λεωφορείο, και διαπιστώσετε ότι όλα τα λεωφορεία έχουν πάψει να περνούν, τότε αυτό δεν είναι καφκικό. Καφκικό είναι το να εισέλθετε αίφνης σε έναν κόσμο σουρεαλιστικό, στον οποίο βλέπετε την ύπαρξή σας ολόκληρη να κατακερματίζεται, καθώς βρίσκεστε αντιμέτωπος με μια δύναμη που δεν συνάδει με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε τον κόσμο. Δεν παραιτήστε, δεν πέφτετε απλώς να πεθάνετε, αγωνίζεστε ενάντια στη δύναμη αυτή όπως μπορείτε, με όποια εφόδια διαθέτετε. Αλλά φυσικά δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να τη νικήσετε. Αυτό είναι καφκικό».
Το επίθετο «καφκικός» συμπυκνώνει την ατμόσφαιρα ολόκληρη του έργου του Κάφκα, μιας λογοτεχνίας που βυθίζεται στο έρεβος της ανθρώπινης ύπαρξης, στον εφιάλτη του παραλογισμού της ανθρώπινης κοινωνίας, με τρόπο ζοφερό και αποκαλυπτικό, ταυτόχρονα όμως και με μια ματιά ειρωνικού χιούμορ. Για να χρησιμοποιεί κανείς το επίθετο επιτυχώς, στον καθημερινό λόγο ή στις παρουσιάσεις βιβλίων όπου η λέξη ξοδεύεται ματαίως, απαιτείται να έχει προηγουμένως καταθέσει τον οβολό του κόπου του (και της αποζημίωσής του) στην ανάγνωση των καφκικών κειμένων.
Ο Κάφκα πάλεψε ολόκληρη τη ζωή του με τους περιορισμούς που δεν κατάφερε να ξεπεράσει, γερμανόφωνος εβραίος της Πράγας, που αγαπούσε την τσεχική κουλτούρα, πνιγόταν στο πλαίσιο της καταπιεστικής του οικογένειας αλλά ήταν συναισθηματικά εξαρτημένος από αυτήν, επιθυμούσε τη συντροφικότητα αλλά δεν άντεχε τη δέσμευση, εργαζόταν σε αδιάφορες δουλειές ως υπάλληλος αλλά ήταν ευσυνείδητος παρόλο που θεωρούσε πως η συγγραφή μόνο δικαιολογούσε τον ερχομό του στον κόσμο,έγραφε μανιωδώς τα βράδια αλλά αυτολογοκρινόταν στον έσχατο βαθμό και ένιωθε τρόμο εν όψει της έκδοσης των κειμένων του, σε διαρκές ανικανοποίητο ων, χαρισματικός αλλά αυτοκαταστροφικός, ενοχικός, ντροπαλός και αμφίθυμος, ίσως πάντοτε το παιδί με την εύθραυστη υγεία και τη μειωμένη αυτοπεποίθηση· ο γιος του αυταρχικού άξεστου πατέρα στον οποίο επιζητούσε να αποδείξει πως δεν είναι αποτυχημένος, υπέφερε από αϋπνία και πονοκεφάλους, ήταν υποχόνδριος και μικροβιοφοβικός, παλεύοντας διαρκώς με ό,τι δεν μπορούσε να υπερνικήσει: ίσως τον εαυτό του. Κι ωστόσο, για να αγαπήσουμε τον Κάφκα οφείλουμε μάλλον να αγνοήσουμε τους θρύλους της καφκολογίας και να στραφούμε στις θρυλικές λέξεις του συγγραφέα.
Ή, όπως ο Frederick R. Karl αποφαίνεται, «η “καφκικότητα” του καφκικού κόσμου είναι η επιμονή να αποκαλύψουμε εκείνο που δεν μπορεί να αποκαλυφθεί, ή να ανακτήσουμε ό,τι δεν γίνεται να ανακτηθεί».
* * *
* *
Το δώρο του Φραντς Κάφκα στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
—της Μαρίας Τσάκος—
Το βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας
Φραντς Κάφκα
Όταν ο Φράντς Κάφκα έγραφε αυτές τις λέξεις —που έμελλε να γίνουν διάσημες— σε μια επιστολή προς τον φίλο του Oscar Pollak, το 1904, δίχως να το γνωρίζει προανήγγειλε τον αντίκτυπο που θα είχε το τότε ανέκδοτο βιβλίο του Η Μεταμόρφωση σε έναν νεαρό φοιτητή και μετέπειτα συγγραφέα, που θα τον διάβαζε σε μετάφραση, στην Μπογκοτά της Κολομβίας, κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του ’40.
Η επιρροή του Κάφκα στους συγγραφείς του εικοστού αιώνα, από τον Αλμπέρ Καμύ ως τον Χόρχε Λούις Μπόρχες, υπήρξε τεράστια — ο όρος «καφκικός» έχει διεισδύσει στην καθομιλούμενη για να περιγράψει γεγονότα τόσο παράξενα ώστε να φαντάζουν σουρεαλιστικά. Στην περίπτωση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, σύμφωνα με όσα ο ίδιος ομολογεί, εκείνο το οποίο υπήρξε η μεταλύτερη επιρροή πάνω στη λογοτεχνική παραγωγή του αλλά και στην ίδια την εκ μέρους του κατανόηση της ανάγκης να γράψει, είναι η ιστορία της μεταμόρφωσης ενός αλλοτριωμένου γραφειοκράτη σε γιγαντιαίο έντομο.
Στο βιβλίο Vivir para contarla («Ζωή για να τη διηγείσαι»), που εκδόθηκε το 2003 ως ο πρώτος από τρεις τόμους με τα απομνημονεύματά του (θα παραμείνει μάλλον ο μοναδικός, καθώς η μνήμη του Μάρκες αδυνατίζει) και ιχνηλατεί την πορεία από τη γέννησή του και ως την ηλικία των 28 ετών, ο νομπελίστας συγγραφέας των μυθιστορημάτων μαγικού ρεαλισμού Εκατό Χρόνια Μοναξιά και Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, περιγράφει πώς ένα βράδυ ο συγκάτοικός του μπήκε στο δωμάτιο με τρία βιβλία που είχε μόλις αγοράσει:
«… και μου δάνεισε το ένα από αυτά, στην τύχη, όπως συνήθιζε να κάνει για να με βοηθήσει με τις αϋπνίες μου. Όμως αυτή τη φορά, το αποτέλεσμα ήταν το αντιδιαμετρικά αντίθετο: Δεν κοιμήθηκα ποτέ ξανά με την πρότερη μακαριότητα. Το εν λόγω βιβλίο ήταν Η Μεταμόρφωσητου Φραντς Κάφκα… και διαμόρφωσε την εντελώς καινούργια κατεύθυνση που πήρε η ζωή μου με την πρώτη του κιόλας γραμμή, μια πρώτη γραμμή που αποτελεί σήμερα μία από της σημαντικότερες επινοήσεις της παγκόσμιας λογοτεχνίας: “ Ξυπνώντας ένα πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα από ανήσυχο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε ένα πελώριο έντομο”… Όταν τελείωσα τηΜεταμόρφωση αισθάνθηκα την ακαταμάχητη λαχτάρα να ζήσω σ’ αυτόν τον αλλόκοσμο παράδεισο. Το ξημέρωμα με βρήκε πάνω από τη γραφομηχανή… να προσπαθώ να γράψω κάτι που θα έμοιαζε με τον φτωχό γραφειοκράτη του Κάφκα που μεταμορφώρθηκε σε τεράστια κατσαρίδα».
Συνοπτικότερα, σε μία συνέντευξη στο Paris Review, λέει:
«Όταν διάβασα την πρώτη γραμμή συλλογίστηκα πως ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι ήταν θεμιτό να γράφεις τέτοιου είδους πράγματα. Αν το γνώριζα, θα είχα αρχίσει να γράφω πολύ νωρίτερα…».
Αν ο Μαξ Μπροντ δεν είχε επιλέξει να αγνοήσει την επιθανάτια εντολή του φίλου του, ίσως να μην ξεκινούσε ποτέ.
* * *
Τα όνειρα του Κάφκα
—της Εύης Τσακνιά—
Ο Φραντς Κάφκα γράφει στο ημερολόγιό του πως η ζωή μοιάζει με όνειρο. Χωρίς αυτό να σημαίνει επ’ουδενί ότι «αιθεροβατούσε» ή οτι περιπλανιόταν σε έναν κόσμο ανακρίβειας και καλλιτεχνικής ασάφειας. Αν ο Κάφκα ζούσε σε όνειρο, άλλο τόσο ονειρευόταν όπως έγραφε, με αποτέλεσμα ένας λογοτεχνικός κρίκος να συνδέει διαρκώς τα γεγονότα της καθημερινότητάς του και το ονειρικό του φαντασιακό — πράγμα που εξάλλου δεν ήταν και τόσο ευνόητο!
Κατέγραφε λοιπόν με μεγάλη σχολαστικότητα τα όνειρά του στα ημερολόγια και στην αλληλογραφία του.
Η καταγραφή τους προφανώς και αποτελούσε για τον ίδιο κάτι περισσότερο από πηγή έμπνευσης: ένα εργαλείο γραφής, μια μέθοδο επεξεργασίας των λογοτεχνικών του αντικειμένων. Ο Κάφκα βέβαια είχε υπόψη του τον Φρόιντ και την «ερμηνεία των ονείρων» του, έργο που δικαιολογημένα είχε αρχίσει να κερδίζει παγκόσμια φήμη, όμως παρέμενε πάντοτε πολύ επιφυλακτικός απέναντι στις ψυχαναλυτικές ερμηνείες — very trendy εκείνη την εποχή. «Στην αρχή, τα ψυχαναλυτικά έργα», γράφει στον Μαξ Μπροντ το 1917, «σε χορταίνουν εκπληκτικά, ενώ αμέσως μετά ξαναγυρνάς στην παλιά γνώριμη πείνα».
Η καταγραφή τους προφανώς και αποτελούσε για τον ίδιο κάτι περισσότερο από πηγή έμπνευσης: ένα εργαλείο γραφής, μια μέθοδο επεξεργασίας των λογοτεχνικών του αντικειμένων. Ο Κάφκα βέβαια είχε υπόψη του τον Φρόιντ και την «ερμηνεία των ονείρων» του, έργο που δικαιολογημένα είχε αρχίσει να κερδίζει παγκόσμια φήμη, όμως παρέμενε πάντοτε πολύ επιφυλακτικός απέναντι στις ψυχαναλυτικές ερμηνείες — very trendy εκείνη την εποχή. «Στην αρχή, τα ψυχαναλυτικά έργα», γράφει στον Μαξ Μπροντ το 1917, «σε χορταίνουν εκπληκτικά, ενώ αμέσως μετά ξαναγυρνάς στην παλιά γνώριμη πείνα».
Όλα αυτά τα άκρως ενδιαφέροντα και πολλά άλλα γράφει ο Φελίξ Γκουατταρί στα 65 όνειρα του Φραντς Κάφκα (μτφ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2012). Τα συγκέντρωσε και τα κατέγραψε μέσα από τα σημειωματάρια, τα γράμματα και τα ημερολόγια του Κάφκα, κυριευμένος κι ο ίδιος από αυτήν την ευλογημένη γνώριμη πείνα.
Υ.Γ. Δεν έχω ξεκαθαρίσει ακριβώς αν ονειρεύομαι πως διαβάζω τις ιστορίες του Κάφκα, ή αν είμαι ένα φανταστικό πρόσωπο που ζει μέσα σ’ ένα όνειρο του Κάφκα και ονειρεύεται πως διαβάζει τις ιστορίες του. Πάντως, όπως και να ’χει το πράγμα, παραμένω φανατική και πάντα γοητευμένη αναγνώστρια.
* * *
* * *
Το Χρέος του Πνευματικού Ανθρώπου
—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—
Τώρα θα σας πω για το Χρέος του Πνευματικού Ανθρώπου. Θα σας τα πω εγώ, μια στιγμή, γιατί πολλά ακούγονται, λίαν αποπροσανατολιστικά. Λοιπόν. Το Χρέος του Πνευματικού Ανθρώπου είναι, αναμφισβήτητα, υψηλό. Σίγουρα υψηλότερο από του άλλου, του Υλικού, καθότι ο Πνευματικός Άνθρωπος είναι κατά συρροήν και καθ’ έξιν δανειολήπτης. Κι ο Υλικός Άνθρωπος, δηλαδή, το ίδιο είναι. Μόνο που, ενώ τα δικά του χρέη συνήθως μεταμορφώνονται σε αυτοκίνητα ή διασκεδάσεις ή σπίτια και εδέσματα, ο Πνευματικός Άνθρωπος μοιάζει με το περιώνυμο «βαρέλι δίχως πάτο». Με άλλα λόγια, ο Υλικός άνθρωπος περνάει ζωή και κότα με τα χρέη του, ενώ ο Πνευματικός περιορίζεται είτε μόνο στη ζωή είτε απλώς —συνηθέστερα— στην κότα.
(Επ’ ευκαιρία, μιας και έχω την προσοχή σας, θα ήθελα στο σημείο αυτό να καταγγείλω ως κακόγουστη φάρσα και κατάφωρη αδικία ετούτη τη διπλή υπόσταση — λες και το να είσαι Υλικός Άνθρωπος δεν αποτελεί αρκετό μανίκι. Πόσο μάλλον αν φαντάζεσαι κιόλας πως είσαι και Πνευματικός.) Τουλάχιστον όμως, ο Πνευματικός Άνθρωπος χρωστάει κυρίως σε άλλους Πνευματικούς Ανθρώπους, οι οποίοι έχουν το θετικότατο χαρακτηριστικό να είναι, συνήθως, και αποπνευματωμένοι. Ήτοι, ευχάριστα νεκροί, πράγμα που τους καθιστά σημαντικά πιο ήσυχους. Δεν σε παίρνουν τηλέφωνο. Δεν σου στέλνουν επιστολές ούτε δικηγόρους ούτε μπράβους. Καμιά φορά έρχονται επίσκεψη να γκρινιάξουν λίγο. Ο Κάφκα, για παράδειγμα. Τον είχα πάλι προχτές, να κοιτάζει με τα βαθουλωμένα του μάτια κάπου πάνω από το κεφάλι μου και να μουρμουρίζει: «Δεν έχετε ιδέα, τι βάρος είναι να σου χρωστάνε. Να είσαι φυλακισμένος στο μυαλό του καθενός. Ποτέ μου δεν το ήθελα αυτό. Εγώ πάντα έγραφα κι έσβηνα, έγραφα κι έσβηνα. Ό,τι έχει μείνει από μένα είναι μια στιγμιαία εικόνα του εφιάλτη μου. Αισθάνομαι άσχημα να με ερμηνεύουν ξανά και ξανά σαν να ήμουν το Ταλμούδ. Όλα αυτά τα βλέμματα επάνω μου… Και του το ’πα, του Μαξ, κάφ’ τα, τα ρημάδια. Όχι. Τα κράτησε, τα πήγε από ’δώ, τα πήγε από ’κεί, να τα δουν όλοι. Κι εγώ να μην έχω πλέον κανέναν έλεγχο. Βέβαια, σιγά, θα μου πεις, και πότε είχα… Α, ρε Μαξ! Βλαξ! Παρεμπιπτόντως, ο πατέρας σας είναι ο κύριος στη φωτογραφία;» Τέτοια λέει, τρώει ανόρεχτα μισό κουλουράκι και φεύγει.
Εγώ, γενικά, κάνω πως καταλαβαίνω. Δεν θα ήθελα σε καμιά περίπτωση να τον ταράξω, πεθαμένο άνθρωπο. Οπότε, αναγνωρίζω το χρέος μου —δεν είναι δα και τόσο επαχθές— και συνεχίζω να χαριεντίζομαι με τα δάνειά μου. Τα είπα όλα αυτά γιατί, όπως ανέφερα παραπάνω, έχει πιάσει τ’ αυτί μου απόψεις, ότι το Χρέος του Πνευματικού Ανθρώπου είναι, δήθεν, προς την κοινωνία. Αλλά όπως τις έπιασε (το αυτί μου — τις απόψεις), έτσι τις άφησε. Προτιμώ κάτι τέτοια να μην τα παίρνω τοις μετρητοίς. Ελπίζω να μην με παίρνουν ούτε κι αυτά.
* * *
Η αλήθεια είναι πάντα όπως η άβυσσος. Πρέπει —όπως σε μια κολυμβητική δεξαμενή— να βουτήξεις από την τρεμάμενη σανίδα στην τετριμμένη καθημερινότητα και να βουλιάξεις μέσα στα βάθη, για να αναδυθείς μετά από λίγο ξανά —γελώντας και πασχίζοντας να πάρεις ανάσα— στην επιφάνεια που τώρα φωτίζεται διπλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου