12 Ιουνίου 2016

Ναυτική Στρατηγική: Μεταξύ αμερικανικής ναυτικής ηγεμονίας και τουρκικού ηγεμονισμού

Ναυτική Στρατηγική: Μεταξύ αμερικανικής ναυτικής ηγεμονίας και τουρκικού ηγεμονισμού

12.06.2016 | 08:00
Image


 Του Χρήστου Ζιώγα*


Έγραφε, 2.500 χρόνια, πριν ο Θουκυδίδης ότι σωστή πολιτική ακολουθούν: «όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν, απέναντι των ισχυρότερων συμπεριφέρονται με φρόνηση και απέναντι των κατωτέρων είναι μετριοπαθείς».[1]

Βασική επιδίωξη του κειμένου συνιστά η περιγραφή των ηγεμονικών τάσεων στην ανατολική Μεσόγειο. Ο τουρκικός ηγεμονισμός αποτελεί μια υπαρκτή και κλιμακούμενη πραγματικότητα που μέχρι σήμερα μας αποτρέπει να ασκήσουμε μέρος των προβλεπόμενων διατάξεων της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας.

Αναμφίβολα, τόσο κατά το παρελθόν, όσο και σήμερα, η αμερικανική παρουσία συνιστά τον κυρίαρχο παράγοντα θαλάσσιας ισχύος στην Μεσόγειο, αποτελώντας την ανεξάρτητη μεταβλητή την οποία η ελληνική ναυτική στρατηγική δεν δύναται να παρακάμψει στους σχεδιασμούς της.

Ως ηγεμονία, στα πλαίσια του διεθνούς συστήματος, εννοούμε την κατάσταση υπεροχής μιας μονάδα έναντι των υπολοίπων, σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι σε θέση να επιβάλλει όρια επιλογών στις υπόλοιπες μονάδες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την διεθνή τους δράση. Σύμφωνα με τον Adam Watson η ηγεμονία καλύπτεται, συν τοις άλλοις,: «από ένα μανδύα νομιμοποίησης, ταυτόσημο με τη ρητή ή σιωπηρή αποδοχή των μελών του συστήματος σε ό,τι αφορά την κυριαρχία του ηγεμόνα». [2]

Χαρακτηριστικά παραδείγματα σύγχρονων ηγεμονιών αποτέλεσαν, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση, οι οποίες επέβαλαν στους εκατέρωθεν συνασπισμούς περιορισμούς, επιδιώκοντας παράλληλα την ηγεμόνευση του διεθνούς συστήματος. Φυσικά το τέλος της ψυχροπολεμικής περιόδου επήλθε λόγω και της αδυναμίας της Μόσχας να διατηρήσει την ηγεμονική της σφαίρα, έχοντας απολέσει την απαιτούμενη νομιμοποίηση, ως προς τον σημαίνοντα ρόλο της, από τους συμμάχους της.

Υπάρχει επομένως μια διαρκής διαδικασία συνδιαλλαγής μεταξύ ηγεμόνα και ηγεμονευόμενων, η οποία αφορά τα επιμέρους συμφέροντα των μονάδων και αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την διατήρηση των ηγεμονικών σχημάτων και της διεθνούς τάξης.

Ο Π. Κονδύλης σε μια από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις παρατηρεί πως η τάξη στις διεθνείς σχέσεις, τουλάχιστον τους τέσσερις τελευταίους αιώνες κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο ένας συσχετισμός δυνάμεων που αποτρέπει τις μείζονες συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και επιφέρει σχετική σταθερότητα κυρίως στο κέντρο του διεθνούς συστήματος. Η διεθνής τάξη ήταν το αποτέλεσμα των συσχετισμών δυνάμεων και μιας ταυτόχρονα αποδεκτής ιεραρχίας μεταξύ ηγετικών και υποδεέστερων δυνάμεων.[3]

Ηγεμονισμός, ως φαινόμενο των διεθνών σχέσεων, ορίζεται η αξίωση, από έναν ή περισσότερους δρώντες διεύρυνσης της θέσης και του ρόλου του/ς, λόγω των συνεπειών της διαδικασίας άνισης ανάπτυξης. Μια ηγεμονία επέρχεται όταν επιτύχει μία ηγεμονική αξίωση.

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, των τελευταίων δεκαετιών όπως λαμβάνει χώρα στην Θράκη, το Αιγαίο, την ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο, αλλά και προς άλλες όμορές χώρες, συνιστά μια ηγεμονική αξίωση. Η συγκεκριμένη πραγματικότητα δημιουργεί την αναγκαιότητα υιοθέτησης ναυτικής στρατηγικής, εκ μέρους της Ελλάδος, που θα αποτρέπει τους τουρκικούς σχεδιασμούς στον θαλάσσιο, πρωτίστως, αλλά και στον χερσαίο χώρο.

Βασική επιδίωξη της Τουρκίας είναι ο έλεγχος των ανακατανομών ισχύος, που λαμβάνουν χώρα, στην ευρύτερη περιφέρειά της έτσι ώστε να ενισχύει διαρκώς την θέση και το ρόλο της και να αποτρέπει, κατ’ ελάχιστον, ή να αποδυναμώνει, όποτε είναι εφικτό, αντιστοίχως την θέση και τον ρόλο των άλλων ισχυρών κρατών της περιοχής. Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη υιοθέτησης και μιας ναυτικής στρατηγικής εκ μέρους της χώρας μας έτσι ώστε, κατ’ ελάχιστον, να διατηρήσει το status quo στην περιοχή και να εφορμήσει, ως επιδίωξη, τα δικαιώματα που της παρέχει το δίκαιο της θάλασσας.

Αναμφίβολα, η Μεσόγειος συνιστά τμήμα της κυρίαρχης αμερικανικής ναυτικής παρουσίας σε πλανητικό επίπεδο. Η διεθνής τάξη μεταψυχροπολεμικά έχει συνυφανθεί με τον κυρίαρχο ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στο σύστημα. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σηματοδότησε τη μετάβαση του διεθνούς συστήματος από την διπολική δομή σ’ ένα κυριαρχούμενο, αρχικά, και πιο περιορισμένο, σήμερα, πολυπολισμό. Οι εκάστοτε αμερικανικές κυβερνήσεις επιδίωξαν να διευρύνουν το πεδίο άσκησης της ηγεμονίας τους, στο κενό ισχύος που άφησε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και να επεκτείνουν την επιρροή τους, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα του διεθνούς συστήματος.

Η αμερικανική ναυτική κυριαρχία αποτέλεσε σημαντικότατο εργαλείο στην δημιουργία, διατήρηση και διαιώνιση της αμερικανικής ηγεμονίας. Είναι τόσο ισχυρή η ναυτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές σύστημα, που έχει εξαλείψει μείζονες ναυτικές συγκρούσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Οι σχέσεις Αθήνας – Ουάσιγκτόν κατά τις τελευταίες δεκαετίες περιορίζονταν από δύο παράγοντες. Πρώτον καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και κατά την πρόσφατη μεταψυχροπολεμική περίοδο οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ήταν η εξαρτημένη μεταβλητή των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Η εν λόγω πραγματικότητα διεφάνη με τον πιο τραγικό τρόπο κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974. Δεύτερον οι ελληνοαμερικανικες σχέσεις και γενικά η εξωτερική μας πολιτική αποτελούσαν για μεγάλο διάστημα και σε πολλές περιπτώσεις ένα ιδεολογικά «φορτισμένο» πεδίο, γεγονός που υπονόμευε την εκάστοτε στοχοθεσία μας στο διεθνές γίγνεσθαι.

Στην παρούσα συγκυρία υπάρχουν σημαντικές συγκλίσεις συμφερόντων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ελλάδος. Το κρίσιμο γεγονός που μετατόπισε το κέντρο βάρους των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι αναμφίβολα η εξωτερική πολιτική που σταδιακά υιοθέτησε η Τουρκία μετά το 2002. Η ανάληψη της διακυβέρνηση της χώρας από το ΑΚΡ (Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), υπό την ηγεσία του Ταγίπ Ερντογάν, διαφοροποίησε την τουρκική εξωτερική πολιτική, κατάσταση που εντάθηκε μετά το 2010,. Η αξίωση της Άγκυρας για μια πιο ανεξάρτητη, εν σχέσει με τα δυτικά στρατηγικά προτάγματα, εξωτερική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα τη διασάλευση των αμερικανοτουρικών σχέσεων. Σημαντικό ρόλο της εν λόγω διπλωματικής ψύχρανσης διαδραμάτισε και η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων Άγκυρας - Τελ Αβίβ μετά το 2010, επ’ αφορμή της επιχείρησης των ισραηλινών δυνάμεων επί του πλοίου Ναβί Μαρμαρα.

Είναι γεγονός πως η αντιδυτική ρητορική και κυρίως η πραξεολογία του ΑΚΡ προσδίδει στην Ελλάδα τη δυνατότητα περαιτέρω και εντονότερης προσέγγισης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η προσπάθεια της Άγκυρας να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας στην ανατολική Μεσόγειο και μάλιστα σχετικά αυτονομημένος από τις στρατηγικές επιλογές της Δύσης και κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών διαφοροποιεί σταδιακά τον τρόπο που προσεγγίζει το State Department τις διμερείς τους, και κατά συνέπεια και τις ελληνοαμερικανικές, σχέσεις.

Μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης της Τουρκίας από το ΑΚΡ, ο τουρκικός αναθεωρητισμός, στα πλαίσια διακυβέρνησης των κεμαλικών κομμάτων, ήταν ενταγμένος στις στρατηγικές προτεραιότητες της Δύσης. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν ο τουρκικός αναθεωρητισμός να έχει μεγαλύτερα περιθώρια αποδοχής από τις δυτικές πρωτεύουσες, δημιουργώντας προβλήματα στην ελληνική αποτρεπτική στρατηγική. Την συγκεκριμένη κατάσταση μέρος της ελληνικής ελίτ και κοινωνίας την εκλάμβανε ως φιλοτουρκική στάση.

Φυσικά η Τουρκία δεν έπαψε να αποτελεί σημαντικότατο σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών στη περιοχή. Βαθμιαία οι διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής διαβλέπουν ότι περαιτέρω ενίσχυση της Άγκυρας πιθανόν να την καταστήσει περισσότερο αδιάλλακτη ακόμη και έναντι της Ουάσιγκτον.

Μια αναβαθμισμένη γεωπολιτικά και ισχυρότερη Τουρκία θα καταστεί ακόμη πιο αυτονομημένη από τις αμερικανικές στρατηγικές επιλογές. Στην παρούσα συγκυρία ο περιορισμός του τουρκικού ηγεμονισμού φαίνεται να συνάδει όλο και περισσότερο με τον αμερικανικό παράγοντα, στο βαθμό υπονομεύει τα συμφέροντά του.

Παράλληλα οι επιδιώξεις παραδοσιακών ηπειρωτικών δυνάμεων όπως η Γερμανία και φυσικά η Ρωσία, δημιουργούν περαιτέρω συγκλίσεις μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών. Η χώρα μας στη στρατηγική ανάλυση των αγγλοσαξονικών προσεγγίσεων θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα των ναυτικών δυνάμεων στον διαρκή και επαναλαμβανόμενο, με ιστορικούς όρους, ανταγωνισμό τους με τις ηπειρωτικές δυνάμεις. Η επιδίωξη της Γερμανίας να αποκτήσει αναβαθμισμένο ρόλο εντός της ΕΕ δεν προσλαμβάνεται, κατ’ αρχήν αρνητικά, από την Ουάσινγκτον. Η αξίωσή της, όμως, να επιβάλλει πολιτικές προσπαθώντας να ηγεμονεύσει το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι δεν αντιμετωπίζεται θετικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας, δύναται να γίνει αποδεκτό από την Ουάσιγκτον, εφ’ όσον δεν θα ανατρέπει τις ατλαντικές επιλογές και υποχρεώσεις της Γερμανίας.

Διαπιστώνουμε επομένως πώς το τελευταίο διάστημα, έστω και εξ αντανακλάσεως, οι επιδιώξεις Αθήνας και Ουάσιγκτόν παρουσιάζουν συγκλίσεις τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να εκμεταλλευτεί.

Συμπέρασμα

Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν στην ανατολική Μεσόγειο της διευθετήσεις ισχύος που θα αναπαράγουν την κυρίαρχη θέση τους. Υπό αυτό το πρίσμα λειτουργεί ως μη αναθεωρητική χώρα κατάσταση που δημιουργεί στρατηγικές συγκλίσεις με την χώρα μας. Η διατήρηση της αμερικανικής ναυτικής κυριαρχίας στην περιοχή παρέχει μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην τωρινή περίσταση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός ενοχλεί ήδη τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Ελλάδα οφείλει να πρωτοστατήσει στην ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού. Στο βαθμό που η υιοθέτηση στρατηγικής μεταφοράς βαρών δεν συνιστά ρεαλιστική επιλογή. Αντικειμενικά τα μόνα κράτη της περιοχής, εκτός των μεγάλων δυνάμεων, που δύνανται να απειλήσουν στρατιωτικά τη Τουρκία είναι πρωτίστως το Ισραήλ και η Ελλάδα. Επομένως η συνεργασία μεταξύ Ισραήλ –Ελλάδος – Κύπρου και Ελλάδος - Κύπρου – Αιγύπτου είναι προφανώς προς την σωστή κατεύθυνση αποτελούν όμως εξαρτημένες μεταβλητές κυρίως των αμερικανικών αλλά και των ρωσικών επιλογών.

Εκ των πραγμάτων για να διατηρήσουμε το status quo οφείλουμε να ακολουθήσουμε μια στρατηγική αποτροπής, μέσω εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης, αλλά για να ασκήσουμε τις προβλεπόμενες μέριμνες του δικαίου της θάλασσας θα πρέπει να υιοθετήσουμε στρατηγική πειθαναγκασμού. Επομένως δεν υφίσταται αποτροπή έναντι του τουρκικού ηγεμονισμού δίχως επαρκή ναυτική ισχύς, καθώς επίσης επιβάλλεται η υιοθέτηση της κατάλληλης ναυτικής στρατηγικής για την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της θάλασσας.

Παράλληλα και συναφώς ως ελληνισμός οφείλουμε να αποφύγουμε, την σκόπελο ενός αλυσιτελούς διακανονισμού στην Κύπρο, γεγονός που θα υπονόμευε καίρια την συγκεκριμένη στρατηγική.

Η περιφερειακή τάξη στην ανατολική Μεσόγειο θα εξακολουθεί να είναι απόρροια ενός ηγεμονικού διακανονισμού, που όπως σε όλα τα ηγεμονικά σχήματα, προϋποθέτει έναν αποδεκτό συσχετισμό ισχύος ανάμεσα στους κύριους δρώντες και μια ταυτόχρονη ανεκτή ιεραρχία μεταξύ ηγετικών και υποδεέστερων δυνάμεων. Σ’ αυτό το σημείο έγκειται η τουρκική αντίδραση, ενώ επιθυμεί να είναι με τις πρώτες, τα γεγονότα την ωθούν προς τις δεύτερες.

Η χώρα μας δεν έχει την πολυτέλεια να απέχει από αυτή τη διαδικασία, αν απόσχει οι διακανονισμοί θα γίνουν ερήμην της!

*Εισήγηση στο 3ο Συνέδριο Ελληνικής Υψηλής Στρατηγικής: Η Θαλάσσια Διάσταση.Διοργάνωση: Σ.ΕΘ.Α. – Ι. ΔΙ.Σ. Αθήνα, 20-21 Μαΐου 2016.

[1] Θουκυδίδου Ιστορίαι, Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου, Ε 111.

[2] Adam Watson, Η Εξέλιξη της Διεθνούς Κοινωνίας. Μια Συγκριτική Ιστορική Ανάλυση, (Αθήνα: Ποιότητα, 2006), σελ. 41.

[3] Κονδύλης Παναγιώτης, Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Θεμέλιο, Αθήνα, 1992, σελ. 49-50.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου